τριηραρχικος

τριηραρχικος
    τριηραρχικός
    3
    триерархический
    

(νόμος Dem.; τίμημα Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τριηραρχικος" в других словарях:

  • τριηραρχικός — ή, όν, Α [τριηραρχία] αυτός που αναφέρεται στην τριηραρχία …   Dictionary of Greek

  • τριηραρχικά — τριηραρχικός concerning the neut nom/voc/acc pl τριηραρχικά̱ , τριηραρχικός concerning the fem nom/voc/acc dual τριηραρχικά̱ , τριηραρχικός concerning the fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηραρχικόν — τριηραρχικός concerning the masc acc sg τριηραρχικός concerning the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηραρχικοῖς — τριηραρχικός concerning the masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηραρχικοί — τριηραρχικός concerning the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηραρχικοῦ — τριηραρχικός concerning the masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηραρχικάς — τριηραρχικά̱ς , τριηραρχικός concerning the fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»